- ληξιαρχικός
- -ή, -όαυτός που ανήκει στο ληξιαρχείο ή προέρχεται απ' αυτό: Ληξιαρχική πράξη θανάτου.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ληξιαρχικός — ή, ό (Α ληξιαρχικός, ή, όν) [ληξίαρχος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ληξίαρχο ή στο ληξιαρχείο νεοελλ. αυτός που χρησιμεύει για βεβαίωση γεγονότων σχετικών με την αστική κατάσταση τών πολιτών, όπως γεννήσεων, βαπτίσεων, θανάτων, γάμων… … Dictionary of Greek
ληξιαρχικά — ληξιαρχικός belonging to the neut nom/voc/acc pl ληξιαρχικά̱ , ληξιαρχικός belonging to the fem nom/voc/acc dual ληξιαρχικά̱ , ληξιαρχικός belonging to the fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ληξιαρχικόν — ληξιαρχικός belonging to the masc acc sg ληξιαρχικός belonging to the neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ληξιαρχικοῖς — ληξιαρχικός belonging to the masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ληξιαρχικοῦ — ληξιαρχικός belonging to the masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ληξιαρχικῷ — ληξιαρχικός belonging to the masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)